- μακραίων
- μακρ-αίων, ωνος, ὁ, lange lebend, lange dauernd
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μακραίων — lasting long masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίων — ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, ωνος) 1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + … Dictionary of Greek
μακραιώνων — μακραίων lasting long masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνα — μακραίων lasting long masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνας — μακραίων lasting long masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνες — μακραίων lasting long masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνι — μακραίων lasting long masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωνος — μακραίων lasting long masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακραίωσιν — μακραίων lasting long masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek